Οικία
Νίκου Χρ. Καλογερόπουλου
Χώρος τέχνης και πολιτισμού στο Ροδοχώρι Βοΐου του νομού Κοζάνης.

Μία σύντομη επισκόπηση
Ζωτικές δυνάμεις του νέου ελληνισμού ήδη από τον 16ο, 17ο αι. συγκεντρώθηκαν στην Πίνδο και στα άλλα βουνά. Με συνεχείς μετακινήσεις στα νέα κρησφύγετα που βρίσκονται έξω από τον ελεγχόμενο οργανωμένο χώρο του κράτους των Οθωμανών - αλλά και των Μακεδόνων, των Ρωμαίων, των Βυζαντινών νωρίτερα - εγκαθίστανται στην ορεινή ζώνη που τους παρείχε σχετική ελευθερία και ασφάλεια, νερό, χωράφια, δάση και βοσκοτόπια. Έχοντας εξασφαλισμένη τροφή και ενδυμασία αλλά και αγορά για τις αναγκαίες προμήθειες και ανταλλαγές των προϊόντων τους, από τις αρχές του 17ου αι., για λόγους φορολογίας κυρίως οργανώνονται σε οικισμούς-χωριά που προέρχονται από συνενώσεις των σποραδικών εγκαταστάσεών τους σε καλύβες-μαντριά, τα οποία γνωρίζουμε μόνο ως τοπωνύμια: Κουτσογιάννια, Εννιά Αδέλφια, Βαγγελάδικα, Παπά Καλύβα, Γκάρα Καλύβα κ.ά. Οι κάτοικοι εξαναγκασμένοι να φύγουν για διάφορους λόγους εγκαταστάθηκαν εδώ από τον κάμπο της Πτολεμαΐδας και τα Καραγιάννια, από τα αρβανιτοχώρια και τα βλαχοχώρια της Β.Δ. Πίνδου και κυρίως από την περιοχή Ραντοβιστίου, κοντά στα Τζουμέρκα, όπου τα χωριά της περιοχής κατοικούνταν «υπό χριστιανών πτωχότατων, σποράδην οικούντων και ολιγαρίθμων ως εκ της ληστοβίου διαγωγής των ενοικούντων». Από τους τόπους προέλευσής τους φαίνεται πως ασκούσαν και το επάγγελμα του κτίστη, γιατί η σύνδεσή τους ως μαστόρων με τον έξω κόσμο εντοπίζεται το αργότερα από τον 18ο αι. Ταπεινοί κτίστες-μάστοροι και κιρατζήδες στην αρχή, αρκετοί από αυτούς καλφάδες-εργολάβοι αργότερα, με συλλόγους και μόνιμη συχνά εγκατάσταση στην ξενιτιά χτίζουν σπίτια μεγάλα, εκκλησιές, σχολείο και ξενώνα στο νέο Ραντοβίστι (από το 1928 Ροδοχώρι) ζώντας σε ένα σταθερό αυτοδιοικητικό συμμετοχικό σύστημα.
Το 1845 γύρω στους 40 συγκεκριμένοι κάτοικοι εξαγοράζουν από τον Τούρκο μπέη της Λειψίστας το χωριό. Τα παιδιά τους, με τη μεσολάβηση κυρίως του Γυμνασίου Τσοτυλίου από τα τέλη του 19ου αι., στρέφονται και σε άλλα επαγγέλματα: γίνονται δάσκαλοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, γιατροί, αξιωματικοί, καφετζήδες, ξενοδόχοι, εστιάτορες, βιοτέχνες. Ως τα μέσα του 20ου αι., το χωριό με 250-300 κατοίκους ακμάζει, με λίγα χωράφια και πολλά ζώα, με αμπέλια και κήπους, με τα εμβάσματα των ξενιτεμένων. Από τη δεκαετία όμως του ’40 αλλάζουν όλα: Το χωριό καταστρέφεται στη δίνη των πολέμων και οι κάτοικοι το εγκαταλείπουν θέλοντας και μη και εγκαθίστανται μόνιμα αλλού εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Κατευθύνονται οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη που αποτελούσε για χρόνια το κυριότερο κέντρο εξακτίνωσής τους για τις μετοικεσίες τους στην Πόλη και το Άγιο Όρος αλλά και στα Βαλκάνια, την Αφρική, την Αμερική, τη Γερμανία μετά. Είναι γεγονός ότι από το 1950 και μετά πολλοί γύρισαν πίσω: έχτισαν πάλι τα σπίτια τους, τις εκκλησίες και το σχολείο, που λειτουργούσε μέχρι το 1966, διόρθωσαν τα καλντερίμια, τις βρύσες και τα πηγάδια. Σ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες η συμμετοχή του Νίκου Καλογερόπουλου υπήρξε διαρκής, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, οπότε και διέμενε στο χωριό. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν η αυξημένη εθελοντική προσφορά στα έργα ενός σημαντικού μέρους συγχωριανών. Ο Νίκος Καλογερόπουλος ήταν ο μπροστάρης για την κατασκευή της πλατείας στο χωριό, για το Μεσοχώρι, για την ανακατασκευή των νεκροταφείων, για τα ξωκλήσια που βρίσκονται γύρω από το χωριό (Ευαγγελίστρια, Άγιος Νικόλαος), καθώς και για τη δημιουργία καθιστικών σε διάσπαρτα σημεία στη γύρω περιοχή. Επιπλέον, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση και την κατασκευή παραδοσιακών βρυσών, όπως στου Τ’λίχτρα και στη Σέρφη, έργα που διατηρούνται ακόμη και σήμερα ως μάρτυρες μιας εποχής συλλογικής προσπάθειας και ανιδιοτελούς προσφοράς. Η πρόοδος όμως αυτή δεν κρατάει για καιρό καθώς με την έλευση της καινούργιας χιλιετίας αρκετά πράγματα αλλάζουν ξανά.
Από τα τέλη του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα μετά το 2004, η φυσιογνωμία του Ροδοχωρίου άρχισε να μεταβάλλεται σταδιακά, ακολουθώντας τις γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Ανάμεσα στους νέους κατοίκους, βρέθηκαν και άτομα με δημόσια αξιώματα και η ανάμειξή τους στη ζωή του χωριού συνοδεύτηκε από παρεμβάσεις που δε συμβάδιζαν με τη διατήρηση της παράδοσης και την προστασία της πολιτισμικής ταυτότητας. Αποφάσεις που ελήφθησαν την περίοδο εκείνη, όπως η εκτεταμένη χρήση υλικών ξένης προέλευσης και η αντικατάσταση χαρακτηριστικών στοιχείων του χωριού όπως τα πέτρινα καλντερίμια, και η κατεδάφιση κτισμάτων-σύμβολα όπως το καφενείο, δημιούργησαν έντονο προβληματισμό αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία του χωριού. Την ίδια περίοδο το τραγικό συμβάν της πυρκαγιάς στο παλιό σχολείο, τα αίτια της οποίας δε διευκρινίστηκαν ποτέ επαρκώς, οδήγησε στην απώλεια πολύτιμων αρχείων και κειμηλίων που χάθηκαν για πάντα. Οι ενέργειες αυτές οδήγησαν σε εντάσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων και αντιλήψεων, επηρεάζοντας το πνεύμα συνεργασίας που χαρακτήριζε για χρόνια τη ζωή στο χωριό.
